πυκνοκατοίκητος

πυκνοκατοίκητος
-η, -ο, Ν
πυκνοκατοικημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνοκατοικούμαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ἀκρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πυκνοκατοίκητος — η, ο πυκνοκατοικημένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πυκνοκατοικούμαι — έομαι, Ν 1. (για περιοχή) έχω πολύ πληθυσμό αναλογικά με την έκταση μου 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) πυκνοκατοικημένος, η, ο αυτός που έχει πυκνό πληθυσμό, πυκνοκατοίκητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνά + κατοικούμαι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”